Στησίλειος

Στησίλειος
Στησίλειος, α, ον,
A founded or dedicated by

Στησίλεως, σκάφιον Inscr.Délos 369

A 9 (iii B.C.), etc.: also [full] Στησίλειον, τό (sc. ποτήριον), IG11(2).132.18 (ii B.C.), etc.; neut. pl. [full] Στησίλεια, τά, games founded by S., Inscr.Délos 366 A 133 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στησίλειος — εία, ον, Α [Στησίλεως / Στησίλαος] 1. αυτός που ιδρύθηκε ή αφιερώθηκε από τον Στησίλεω, Αθηναίο στρατηγό στη μάχη τού Μαραθώνα (α. «Στησίλειον σκάφιον», επιγρ. β. «Στησίλειον ποτήριον», επιγρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Στησίλεια αγώνες που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”